- κολοβός
- (Colobus). Γένος πιθήκων της υποοικογένειας των κολοβινών. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 43 έως 70 εκ. και της ουράς τους από 55 έως 90 εκ. Έχουν λεπτό τρίχωμα σαν μετάξι με χρώμα που ποικίλλει. Η μύτη τους προεξέχει και το διάφραγμά της είναι σχετικά φαρδύ. Τα ζώα αυτά ζουν κατά αγέλες σε ψηλά δέντρα και τρέφονται με φύλλα και καρπούς. Απαντώνται στις χώρες της Αφρικής και κυρίως στη Σενεγάλη, στην Αιθιοπία, στην Αγκόλα, στην Τανζανία κ.α. Το γένος κ. αριθμεί πολλά είδη, τα κυριότερα από τα οποία είναι ο κ. ο γνήσιος, ο κ. ο πολύκομος και ο κόκκινος κ.
* * *(I)-ή, -ό (AM κολοβός, -ή, -όν, Α και -ός, -όν)1. κομμένος, ακρωτηριασμένος («κολοβὸν ἀγέλην τινὰ κεράτων νομεύει», Πλάτ.)2. (για ζώα) αυτός που έχει κομμένη ουρά3. μτφ. ελλιπής, ατελής (α. «οὐδέν κολοβὸν προσφέρομεν πρὸς τοὺς θεούς, ἀλλά τέλεια καὶ ὅλα», Αριστοτ.β. «κολοβὰ διανοήματα», Συνέσ.)4. μαθ. (για κώνο) κόλουρος*νεοελλ.φρ. «φίδι κολοβό» — άνθρωπος μοχθηρός και ύπουλοςμσν.-αρχ.κοντός, βραχύς («κολοβὸς χιτών», Δαμασκ.)αρχ.σπασμένος («ἐκ κεραμέων καὶ τούτων ἐνίοτε κολοβῶν», Θεόπομπ.).επίρρ...κολοβῶς (Α)ασαφώς («ὅσα μὴ σαφῶς ἀλλὰ κολοβῶς ἐρωτᾱται», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλος* + εκφραστικό επίθημα -βός (πρβλ. κλαμ-βός, ραι-βός). Η λ. ως α' συνθετικό απαντά σε πολλές λ.: κολοβανθήςαρχ.κολοβοδάκτυλος, κολοβοδιέξοδος, κολοβοκέρατος, κολοβόκερως, κολοβομάχη, κολοβομαχία, κολοβόρριν, κολοβόρρινος, κολοβόσταχυς, κολοβοτράχηλος, κολοβούροςαρχ.-μσν.κολοβόκερκος, κολοβόχειρμσν.κολοβόπους].————————(II)οζωολ. γένος πιθήκων τής οικογένειας cercopithecidae.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. colobus < κολοβός].
Dictionary of Greek. 2013.